Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2008

Άργος, ο πιστός σκύλος του Οδυσσέα.

O Άργος αναγνωρίζει τον Οδυσσέα, λίγο πριν πεθάνει σε βαθιά γερατειά.

ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον· 290

ἂν δὲ κύων κεφαλήν τε καὶ οὔατα κείμενος ἔσχεν,

Ἄργος, Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὅν ῥά ποτ᾽ αὐτὸς

θρέψε μέν, οὐδ᾽ ἀπόνητο, πάρος δ᾽ εἰς Ἴλιον ἱρὴν

ᾤχετο. τὸν δὲ πάροιθεν ἀγίνεσκον νέοι ἄνδρες

αἶγας ἐπ᾽ ἀγροτέρας ἠδὲ πρόκας ἠδὲ λαγωούς· 295

δὴ τότε κεῖτ᾽ ἀπόθεστος ἀποιχομένοιο ἄνακτος,

ἐν πολλῇ κόπρῳ, ἥ οἱ προπάροιθε θυράων

ἡμιόνων τε βοῶν τε ἅλις κέχυτ᾽, ὄφρ᾽ ἂν ἄγοιεν

δμῶες Ὀδυσσῆος τέμενος μέγα κοπρήσοντες·

ἔνθα κύων κεῖτ᾽ Ἄργος, ἐνίπλειος κυνοραιστέων. 300

δὴ τότε γ᾽, ὡς ἐνόησεν Ὀδυσσέα ἐγγὺς ἐόντα,

οὐρῇ μέν ῥ᾽ ὅ γ᾽ ἔσηνε καὶ οὔατα κάββαλεν ἄμφω,

ἆσσον δ᾽ οὐκέτ᾽ ἔπειτα δυνήσατο οἷο ἄνακτος

ἐλθέμεν· αὐτὰρ ὁ νόσφιν ἰδὼν ἀπομόρξατο δάκρυ,

ῥεῖα λαθὼν Εὔμαιον, ἄφαρ δ᾽ ἐρεείνετο μύθῳ· 305

"Εὔμαι᾽, ἦ μάλα θαῦμα, κύων ὅδε κεῖτ᾽ ἐνὶ κόπρῳ.

καλὸς μὲν δέμας ἐστίν, ἀτὰρ τόδε γ᾽ οὐ σάφα οἶδα,

εἰ δὴ καὶ ταχὺς ἔσκε θέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε,

ἦ αὔτως οἷοί τε τραπεζῆες κύνες ἀνδρῶν

γίγνοντ᾽· ἀγλαΐης δ᾽ ἕνεκεν κομέουσιν ἄνακτες." 310

τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·

"καὶ λίην ἀνδρός γε κύων ὅδε τῆλε θανόντος.

εἰ τοιόσδ᾽ εἴη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα,

οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς,

αἶψά κε θηήσαιο ἰδὼν ταχυτῆτα καὶ ἀλκήν. 315

οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαθείης βένθεσιν ὕλης

κνώδαλον, ὅττι δίοιτο· καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη·

νῦν δ᾽ ἔχεται κακότητι, ἄναξ δέ οἱ ἄλλοθι πάτρης

ὤλετο, τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσι.

δμῶες δ᾽, εὖτ᾽ ἂν μηκέτ᾽ ἐπικρατέωσιν ἄνακτες, 320

οὐκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ἐθέλουσιν ἐναίσιμα ἐργάζεσθαι·

ἥμισυ γάρ τ᾽ ἀρετῆς ἀποαίνυται εὐρύοπα Ζεὺς

ἀνέρος, εὖτ᾽ ἄν μιν κατὰ δούλιον ἦμαρ ἕλῃσιν."

ὣς εἰπὼν εἰσῆλθε δόμους εὖ ναιετάοντας,

βῆ δ᾽ ἰθὺς μεγάροιο μετὰ μνηστῆρας ἀγαυούς. 325

Ἄργον δ᾽ αὖ κατὰ μοῖρ᾽ ἔλαβεν μέλανος θανάτοιο,

αὐτίκ᾽ ἰδόντ᾽ Ὀδυσῆα ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ.

Οδύσσειας, ρ 290-327

290 Αυτά καθώς λαλούσανε κι ανάμεσό τους λέγαν,
σκυλί που κοίτουνταν, τ' αυτιά και το κεφάλι ορθώνει,
ο Άργος, που ο αντρόψυχος Δυσσέας τον είχε θρέψει,
όμως δεν τόνε χάρηκε, γιατ' είχε φύγει εκείνος
στη Τροία τότες την ιερή· σ' άλλους καιρούς οι νέοι
295 τον παίρνανε, να κυνηγούν λαγούς, ζαρκάδια, γίδια.
Τώρα, π' ο αφέντης έλειπε, τον άφηναν πεσμένο
στην σωριασμένη την κοπριά βοδιών και μουλαριώνε,
που ομπρός στη θύρα απλώνονταν, κι οι παραγιοί αποκείθε
την σήκωναν και κόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα.
300 Απάνω αυτού κοιτότανε τσιμπουριασμένος ο Άργος.
Και τώρα, άμα μυρίστηκε σιμά τον Οδυσσέα,
γοργοσαλεύει την ουρά, τ' αυτιά του κατεβάζει,
μα πιο κοντά του αφέντη του δεν μπόρειε να ζυγώση.
Γύρισ' αυτός την όψη του και σφούγγισ' ένα δάκρυο
305 κρυφό με τρόπο, κι ύστερα τον πιστικό ρωτούσε·

«Μεγάλο θάμα, στην κοπριά να μνήσκη τέτοιος σκύλος·
όμορφος σκύλος, μα άραγες νά 'ναι και γοργοπόδης
κοντά στην τόση του ομορφιά, για νά 'ναι δα από κείνους
που στα τραπέζια στολισμό τους έχουν οι αφεντάδες;»
310 Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες·
«Είν' εκεινού που απέθανε στα ξένα αυτός ο σκύλος.
Αν ήταν έτσι στο κορμί, και στα έργα του σαν τότες
που ο Οδυσσέας τον άφησε κινώντας για την Τροία,
τότες θα κοίτας δύναμη και γληγοράδα, αλήθεια.
315 Αγρίμι δεν του ξέφευγε μες στα βαθιά του λόγγου,
κάθε κυνήγι, που έβγαζε στ' αχνάρια μαθημένος.
Μα παθιασμένος τώρ' αυτός, ο αφέντης του στα ξένα
χαμένος, και δε νοιάζονται γι' αυτόν εδώ οι γυναίκες.
Κι οι δούλοι, σα δε βρίσκεται ποπάνω τους αφέντης,
320 δουλειά να κάμουνε σωστή δε θέλουνε πια τότες·
τι παίρνει τη μισή αρετή του ανθρώπου ο βροντορίχτης
ο Δίας, άμα της σκλαβιάς η μαύρη τού 'ρθη μέρα.»

Αυτά σαν είπε, στα λαμπρά παλάτια μέσα μπήκε,
και πήγε τους καμαρωτούς μνηστήρες ν' ανταμώση.
325 Όμως τον Άργο θάνατος μαύρος κι αχνός τον πήρε,
σαν είδε τον αφέντη του, στα είκοσι χρόνια απάνω.

(Μετάφραση: Αργύρης Εφταλιώτης)

3 σχόλια:

LOCUS SOLUS είπε...

Ολίγα βιβλία με τα μισητά τετράποδα:
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΣΚΥΛΟΥΣ του Αλέξη Πανσέληνου
Ο ΣΚΥΛΟΣ ΠΟΥ ΕΙΔΕ ΤΟ ΘΕΟ του Ντίνο Μπουτζάτι
ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ του Πωλ Όστερ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΣΚΥΛΟΥΣ, με διηγήματα των Μοπασάν,Μαλό,Λόντον,Ροϊδη,κ.ά.
και το περίφημο Η ΚΑΡΔΙΑ ΕΝΟΣ ΣΚΥΛΟΥ του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ.

τουκιθεμπλομ είπε...

Σας ευχαριστώ. Καιρός είναι να τα αγαπήσετε τα σκυλάκια, τι σας έκαναν;

Ανώνυμος είπε...

έλα μωρέ, μαλάκας κομπλεξικός και αγάμητος είναι, γι'αυτό μιλάει έτσι για τα σκυλάκια, το αρχίδι!