En montant, dans l'escalier noir, j'ai heurté le vieux Salamano, mon voisin de palier. Il était avec son chien. Il y a huit ans qu'on les voit ensemble. L'épagneul a une maladie de peau, le rouge, je crois, qui lui fait perdre presque tous ses poils et qui le couvre de plaques et de croûtes brunes. A force de vivre avec lui, seuls tous les deux dans une petite chambre, le vieux Salamano a fini par lui ressembler...
"Από μακριά ξεδιάκρινα στο κατώφλι της πόρτας το γερο-Σαλαμάνο που φαινόταν αναστατωμένος. Όταν πλησιάσαμε είδα ότι δεν είχε το σκύλο του. Κοιτούσε απ' όλες τις μεριές, στριφογυρνούσε, προσπαθούσε να ξεχωρίσει κάτι μέσα απ' το σκοτάδι του διαδρόμου, μουρμούριζε λέξεις δίχως νόημα και ξανάρχιζε να ψάχνει το δρόμο με τα μικρά κόκκινα μάτια του. Όταν ο Ραιημόν τον ρώτησε τι είχε, δεν απάντησε αμέσως. Σαν κάπως να τον άκουσα να μουρμουρίζει: "Βρομιάρη! Ψοφίμι!" και συνέχιζε τα πηγαινέλα του. Τον ρώτησα πού ήταν ο σκύλος του. Μου απάντησε απότομα ότι είχε φύγει. Κι ύστερα, ξαφνικά, λύθηκε η γλώσσα του: "Τον είχα πάει στο Λούνα Παρκ, όπως πάντα. Ήταν πολύς κόσμος γύρω απ' τις παράγκες. Στάθηκα να δω το "Βασιλιά της Απόδρασης". Κι όταν πήγα να φύγω, δεν ήταν πια εκεί. Ασφαλώς ήθελα από πολύ καιρό να του αγοράσω ένα μικρότερο περιλαίμιο. Μα δε μπορούσα να πιστέψω ότι αυτό το ψοφίμι μπορούσε να μου το σκάσει".
Τότε ο Ραιημόν του εξήγησε ότι ο σκύλο μπορεί να χάθηκε κι ότι θα ξαναρχόταν. Του αράδιασε παραδείγματα σκυλιών που είχαν κάνει δεκάδες χιλιόμετρα για να ξαναβρούν το αφεντικό τους. Παρ' όλα αυτά ο γέρος φαινόταν ακόμα πιο ανήσυχος. "Μα, καταλαβαίνετε ότι θα μου τον πάρουνε. Μπορεί και να βρεθεί κάποιος να τον μαζέψει. Αλλά δεν είναι δυνατόν, τον σιχαίνονται όλοι με τα κακάδια του. Οι αστυφύλακες θα τον μαζέψουν, αυτό είναι σίγουρο". Τότε του είπα ότι έπρεπε να πάει στη μάντρα που μαζεύουν τα σκυλιά και θα του τον έδιναν πίσω αν πλήρωνε κάποιο πρόστιμο. Με ρώτησε αν αυτό το πρόστιμο ήταν μεγάλο. Δεν ήξερα. Τότε νευρίασε: "Να δώσω λεφτά γι' αυτό το ψοφίμι. Μπα! Δεν πάει να τα τινάξει!"
Και βάλθηκε να το βρίζει. Ο Ραιημόν γέλασε και μπήκε στο σπίτι. Τον ακολούθησα και χωρίσαμε στο διάδρομο του ορόφου. Μετά από ένα λεπτό, άκουσα τα βήματα του γέρου κι ύστερα χτύπησε την πόρτα μου. Όταν άνοιξα, στάθηκε λίγο στο κατώφλι και μου είπε: "Να με συγχωρείτε, να με συγχωρείτε". Του είπα να μπει, όμως εκείνος δε θέλησε. Κοίταζε τις μύτες των παπουτσιών του και τα κακαδιασμένα χέρια του έτρεμαν. Χωρίς να με κοιτάει κατά πρόσωπο, με ρώτησε: "Δε θα μου τον πάρουν, πέστε μου, κύριε Μερσώ. Θα μου τον επιστρέψουν. Αλλιώς τι θ' απογίνω;" Του είπα ότι στη μάντρα κρατάνε τα σκυλιά τρεις μέρες μην τυχόν και τα ζητήσουν τ΄αφεντικά τους κι έπειτα τα κάνουν ό,τι νομίζουν πως είναι το καλύτερο. Με κοίταξε σιωπηλά. Μετά μου είπε: "καλησπέρα σας". Έκλεισε την πόρτα του και τον άκουσα να πηγαίνει πάνω κάτω. Το κρεβάτι του έτριξε. Κι απ' τον παράξενο μικρό θόρυβο που διαπέρασε το μεσότοιχο, κατάλαβα ότι έκλαιγε. Δεν ξέρω γιατί, σκέφτηκα τη μαμά. Όμως έπρεπε να σηκωθώ νωρίς την άλλη μέρα. Δεν πεινούσα και κοιμήθηκα χωρίς να φάω για βράδυ."
σελ. 46-48, ό.π.
"Στο κατώφλι της πόρτας μου βρήκα το γερο-Σαλαμάνο. Του είπα να μπει και μου ανακοίνωσε ότι ο σκύλος του είχε χαθεί, γιατί δεν ήταν στη μάντρα. Οι υπάλληλοι του είχαν πει ότι ίσως και να το είχαν πατήσει. Είχε ρωτήσει αν ήταν δυνατό να μάθει στα αστυνομικά τμήματα. Του είχαν απαντήσει ότι αυτά δεν τα καταγράφανε, γιατί συνέβαιναν καθημερινά. Είπα στο γερο-Σαλαμάνο ότι θα μπορούσε να αποκτήσει έναν άλλο σκύλο, όμως αυτός παρατήρησε και με το δίκιο του, ότι εκείνον εκεί τον είχε συνηθίσει. [...] Για να πω κάτι, τον ρώτησα για τον σκύλο του. Μου είπε ότι τον πήρε μετά από τον θάνατο της γυναίκας του. Είχε παντρευτεί αρκετά αργά. Στα νιάτα του ήθελε να παίξει στο θέατρο: στο σύνταγμα έπαιζε σε στρατιωτικά κωμειδύλλια. Όμως τελικά είχε μπει στους σιδηροδρόμους και δεν το μετάνιωσε, γιατί τώρα είχε μια μικρή σύνταξη. Δεν ήταν ευτυχισμένος με τη γυναίκα του, αλλά όπως και να 'χε το πράγμα, την είχε συνηθίσει. Όταν εκείνη πέθανε, αισθάνθηκε πολύ μόνος. Τότε ζήτησε ένα σκύλο από ένα συνάδελφο και πήρε αυτόν εδώ, μικρό σκυλάκι. Έπρεπε να το ταΐζει με το μπιμπερό. Μα αφού ένα σκυλί ζει λιγότερο από έναν άνθρωπο, κατέληξαν να γεράσουν μαζί. "Είχε κακό χαρακτήρα, μου είπε ο Σαλαμάνο. "Από καιρό σε καιρό είχαμε τους καβγάδες μας. Κι όμως ήταν ένα καλό σκυλί. Είπα ότι ήταν ωραία ράτσα κι ο Σαλαμάνο φάνηκε ευχαριστημένος. "Κι ακόμα" πρόσθεσε, "δεν το είχατε γνωρίσει πριν την αρρώστιά του. Το πιο ωραίο πράγμα που είχε ήταν το τρίχωμά του". Κάθε βράδυ και κάθε πρωί, από τότε που ο σκύλος έπαθε αυτή τη δερματική αρρώστια, ο Σαλαμάνο του έβαζε αλοιφή. Μα κατά τη δική του γνώμη, η πραγματική του αρρώστια ήταν τα γεράματα, και τα γεράματα δεν γιατρεύονται.
Εκείνη τη στιγμή χασμουρήθηκα κι ο γέρος μου ανάγγειλε ότι θα έφευγε. Του είπα πως μπορούσε να μείνει και πως είχα στενοχωρηθεί μ' αυτό που συνέβη στο σκύλο του: μ' ευχαρίστησε. Μου είπε ότι η μαμά αγαπούσε πολύ το σκύλο του. Όταν μιλούσε γι'αυτήν την έλεγε "η καημένη η μητέρα σας". [...] Μετά ζήτησε συγνώμη. Ήθελε να κοιμηθεί. Η ζωή του τώρα είχε αλλάξει κι ούτε που ήξερε τι θα έκανε. Για πρώτη φορά από τότε που τον ήξερα, μου έδωσε στα κλεφτά το χέρι κι αισθάνθηκα τα λέπια στο δέρμα του. Χαμογέλασε λίγο και πριν φύγει μου είπε: "Ελπίζω οι σκύλοι να μη γαβγίσουν απόψε. Νομίζω πάντα ότι είναι ο δικός μου."
σελ. 52-54, ό.π.
"Μόλις και μετά βίας θα άκουσαν και το Σαλαμάνο όταν είπε ότι ήμουνα καλός για το σκύλο του [...]"
σελ. 97, ό.π.
"Ο σκύλος του Σαλαμάνο άξιζε όσο κι η γυναίκα του."
σελ. 122, ό.π.
"Όπως κατέβαινα στη σκοτεινή σκάλα, σκόνταψα πάνω στο γερο-Σαλαμάνο, που γειτονεύαμε στον ίδιο όροφο. Ήταν με το σκύλο του. Οχτώ τώρα είναι όλο μαζί. Το επανιέλ έχει μιαν αρρώστια του δέρματος, μυκητίαση νομίζω, που το κάνει να χάνει σχεδόν όλο του το τρίχωμα και που το γεμίζει με στίγματα και κρούστες καφετιές. Καθώς είναι αναγκασμένος να ζει μαζί του, μόνοι οι δυο τους σε ένα μικρό δωμάτιο, ο γερο-Σαλαμάνο κατάντησε να του μοιάζει. Έχει κρούστες κοκκινωπές στο πρόσωπο και οι τρίχες του είναι ελάχιστες και κιτρινωπές. Όσο για το σκυλί, αυτό έχει πάρει από το αφεντικό του την περπατησιά και πάει καμπουριαστό με το μουσούδι μπροστά και το λαιμό τεντωμένο. Μοιάζουν να ανήκουν στην ίδια ράτσα κι όμως απεχθάνονται ο ένας τον άλλο. Δύο φορές τη μέρα, στις έντεκα και στις έξι, ο γέρος βγάζει το σκύλο του βόλτα. Εδώ και οχτώ χρόνια, δεν έχουν αλλάξει δρμολόγιο. Μπορείς να τους δεις να περπατάνε κάτω στην οδό Λυών, το σκυλί να τραβάει τον άνθρωπο μέχρι τη στιγμή που ο γερο-Σαλαμάνο θα σκοντάψει. Τότε αυτός δέρνει το σκύλο του και τον βρίζει. Ο σκύλος αρχίζει να σέρνεται από το φόβο του και αφήνεται. Και τότε είναι η σειρά του γέρου να τον τραβήξει. Όταν ο σκύλος ξεχνιέται, σέρνει το αφεντικό του κι αρχίζουν πάλι οι βρισιές και το ξύλο. Τότε, στέκονται κι οι δύο στο πεζοδρόμιο και κοιτάζονται, ο σκύλος με τρόμο, ο άνθρωπος με μίσος. Κι αυτό γίνεται όλες τις μέρες. Όταν ο σκύλος θέλει να κατουρήσει, ο γέρος δεν του αφήνει πολύ καιρό και τον τραβάει, ενώ το επανιέλ αφήνει πίσω του μια σειρά από μικρές σταγόνες. Αν κατά τύχει ο σκύλος τα κάνει μέσα στο δωμάτιο, τότε τις ξανατρώει. Κι αυτό γίνεται εδώ και οχτώ χρόνια. Ο Σελέστ λέει πάντα ότι "αυτό είναι σκέτη δυστυχία", όμως κατά βάθος κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Όταν τον συνάντησα στη σκάλα, ο Σαλαμάνο έβριζε το σκύλο του. Του έλεγε "Βρομιάρη! Ψοφίμι!" κι ο σκύλος βογγούσε. Είπα: "Καλημέρα" όμως ο γέρος έβριζε συνέχεια. Τότε τον ρώτησα τι του έκανε ο σκύλος. Δε μου απάντησε. Μόνο έλεγε: "Βρομιάρη! Ψοφίμι!" Μάντευα ότι ήταν σκυμμένος πάνω στο σκύλο του και κάτι προσπαθούσε να φτιάξει στο περιλαίμιό του. Μίλησα πιο δυνατά. Τότε δίχως να γυρίσει, μου απάντησε μ' έναν τρόπο, σαν να τον είχε πιάσει η μανία του: "Έχει κολλήσει εκεί". Μετά έφυγε τραβώντας το ζώο που είχε αφεθεί να σέρνεται στα τέσσερα πόδια του, και βογγούσε.
σελ. 36-37, Ο ξένος, Αλμπέρ Καμύ (μετάφραση: Λίνα Παπαδούλη-Γκινάκα), Εκδόσεις γράμματα, Αθήνα, 1984.
"Από μακριά ξεδιάκρινα στο κατώφλι της πόρτας το γερο-Σαλαμάνο που φαινόταν αναστατωμένος. Όταν πλησιάσαμε είδα ότι δεν είχε το σκύλο του. Κοιτούσε απ' όλες τις μεριές, στριφογυρνούσε, προσπαθούσε να ξεχωρίσει κάτι μέσα απ' το σκοτάδι του διαδρόμου, μουρμούριζε λέξεις δίχως νόημα και ξανάρχιζε να ψάχνει το δρόμο με τα μικρά κόκκινα μάτια του. Όταν ο Ραιημόν τον ρώτησε τι είχε, δεν απάντησε αμέσως. Σαν κάπως να τον άκουσα να μουρμουρίζει: "Βρομιάρη! Ψοφίμι!" και συνέχιζε τα πηγαινέλα του. Τον ρώτησα πού ήταν ο σκύλος του. Μου απάντησε απότομα ότι είχε φύγει. Κι ύστερα, ξαφνικά, λύθηκε η γλώσσα του: "Τον είχα πάει στο Λούνα Παρκ, όπως πάντα. Ήταν πολύς κόσμος γύρω απ' τις παράγκες. Στάθηκα να δω το "Βασιλιά της Απόδρασης". Κι όταν πήγα να φύγω, δεν ήταν πια εκεί. Ασφαλώς ήθελα από πολύ καιρό να του αγοράσω ένα μικρότερο περιλαίμιο. Μα δε μπορούσα να πιστέψω ότι αυτό το ψοφίμι μπορούσε να μου το σκάσει".
Τότε ο Ραιημόν του εξήγησε ότι ο σκύλο μπορεί να χάθηκε κι ότι θα ξαναρχόταν. Του αράδιασε παραδείγματα σκυλιών που είχαν κάνει δεκάδες χιλιόμετρα για να ξαναβρούν το αφεντικό τους. Παρ' όλα αυτά ο γέρος φαινόταν ακόμα πιο ανήσυχος. "Μα, καταλαβαίνετε ότι θα μου τον πάρουνε. Μπορεί και να βρεθεί κάποιος να τον μαζέψει. Αλλά δεν είναι δυνατόν, τον σιχαίνονται όλοι με τα κακάδια του. Οι αστυφύλακες θα τον μαζέψουν, αυτό είναι σίγουρο". Τότε του είπα ότι έπρεπε να πάει στη μάντρα που μαζεύουν τα σκυλιά και θα του τον έδιναν πίσω αν πλήρωνε κάποιο πρόστιμο. Με ρώτησε αν αυτό το πρόστιμο ήταν μεγάλο. Δεν ήξερα. Τότε νευρίασε: "Να δώσω λεφτά γι' αυτό το ψοφίμι. Μπα! Δεν πάει να τα τινάξει!"
Και βάλθηκε να το βρίζει. Ο Ραιημόν γέλασε και μπήκε στο σπίτι. Τον ακολούθησα και χωρίσαμε στο διάδρομο του ορόφου. Μετά από ένα λεπτό, άκουσα τα βήματα του γέρου κι ύστερα χτύπησε την πόρτα μου. Όταν άνοιξα, στάθηκε λίγο στο κατώφλι και μου είπε: "Να με συγχωρείτε, να με συγχωρείτε". Του είπα να μπει, όμως εκείνος δε θέλησε. Κοίταζε τις μύτες των παπουτσιών του και τα κακαδιασμένα χέρια του έτρεμαν. Χωρίς να με κοιτάει κατά πρόσωπο, με ρώτησε: "Δε θα μου τον πάρουν, πέστε μου, κύριε Μερσώ. Θα μου τον επιστρέψουν. Αλλιώς τι θ' απογίνω;" Του είπα ότι στη μάντρα κρατάνε τα σκυλιά τρεις μέρες μην τυχόν και τα ζητήσουν τ΄αφεντικά τους κι έπειτα τα κάνουν ό,τι νομίζουν πως είναι το καλύτερο. Με κοίταξε σιωπηλά. Μετά μου είπε: "καλησπέρα σας". Έκλεισε την πόρτα του και τον άκουσα να πηγαίνει πάνω κάτω. Το κρεβάτι του έτριξε. Κι απ' τον παράξενο μικρό θόρυβο που διαπέρασε το μεσότοιχο, κατάλαβα ότι έκλαιγε. Δεν ξέρω γιατί, σκέφτηκα τη μαμά. Όμως έπρεπε να σηκωθώ νωρίς την άλλη μέρα. Δεν πεινούσα και κοιμήθηκα χωρίς να φάω για βράδυ."
σελ. 46-48, ό.π.
"Στο κατώφλι της πόρτας μου βρήκα το γερο-Σαλαμάνο. Του είπα να μπει και μου ανακοίνωσε ότι ο σκύλος του είχε χαθεί, γιατί δεν ήταν στη μάντρα. Οι υπάλληλοι του είχαν πει ότι ίσως και να το είχαν πατήσει. Είχε ρωτήσει αν ήταν δυνατό να μάθει στα αστυνομικά τμήματα. Του είχαν απαντήσει ότι αυτά δεν τα καταγράφανε, γιατί συνέβαιναν καθημερινά. Είπα στο γερο-Σαλαμάνο ότι θα μπορούσε να αποκτήσει έναν άλλο σκύλο, όμως αυτός παρατήρησε και με το δίκιο του, ότι εκείνον εκεί τον είχε συνηθίσει. [...] Για να πω κάτι, τον ρώτησα για τον σκύλο του. Μου είπε ότι τον πήρε μετά από τον θάνατο της γυναίκας του. Είχε παντρευτεί αρκετά αργά. Στα νιάτα του ήθελε να παίξει στο θέατρο: στο σύνταγμα έπαιζε σε στρατιωτικά κωμειδύλλια. Όμως τελικά είχε μπει στους σιδηροδρόμους και δεν το μετάνιωσε, γιατί τώρα είχε μια μικρή σύνταξη. Δεν ήταν ευτυχισμένος με τη γυναίκα του, αλλά όπως και να 'χε το πράγμα, την είχε συνηθίσει. Όταν εκείνη πέθανε, αισθάνθηκε πολύ μόνος. Τότε ζήτησε ένα σκύλο από ένα συνάδελφο και πήρε αυτόν εδώ, μικρό σκυλάκι. Έπρεπε να το ταΐζει με το μπιμπερό. Μα αφού ένα σκυλί ζει λιγότερο από έναν άνθρωπο, κατέληξαν να γεράσουν μαζί. "Είχε κακό χαρακτήρα, μου είπε ο Σαλαμάνο. "Από καιρό σε καιρό είχαμε τους καβγάδες μας. Κι όμως ήταν ένα καλό σκυλί. Είπα ότι ήταν ωραία ράτσα κι ο Σαλαμάνο φάνηκε ευχαριστημένος. "Κι ακόμα" πρόσθεσε, "δεν το είχατε γνωρίσει πριν την αρρώστιά του. Το πιο ωραίο πράγμα που είχε ήταν το τρίχωμά του". Κάθε βράδυ και κάθε πρωί, από τότε που ο σκύλος έπαθε αυτή τη δερματική αρρώστια, ο Σαλαμάνο του έβαζε αλοιφή. Μα κατά τη δική του γνώμη, η πραγματική του αρρώστια ήταν τα γεράματα, και τα γεράματα δεν γιατρεύονται.
Εκείνη τη στιγμή χασμουρήθηκα κι ο γέρος μου ανάγγειλε ότι θα έφευγε. Του είπα πως μπορούσε να μείνει και πως είχα στενοχωρηθεί μ' αυτό που συνέβη στο σκύλο του: μ' ευχαρίστησε. Μου είπε ότι η μαμά αγαπούσε πολύ το σκύλο του. Όταν μιλούσε γι'αυτήν την έλεγε "η καημένη η μητέρα σας". [...] Μετά ζήτησε συγνώμη. Ήθελε να κοιμηθεί. Η ζωή του τώρα είχε αλλάξει κι ούτε που ήξερε τι θα έκανε. Για πρώτη φορά από τότε που τον ήξερα, μου έδωσε στα κλεφτά το χέρι κι αισθάνθηκα τα λέπια στο δέρμα του. Χαμογέλασε λίγο και πριν φύγει μου είπε: "Ελπίζω οι σκύλοι να μη γαβγίσουν απόψε. Νομίζω πάντα ότι είναι ο δικός μου."
σελ. 52-54, ό.π.
"Μόλις και μετά βίας θα άκουσαν και το Σαλαμάνο όταν είπε ότι ήμουνα καλός για το σκύλο του [...]"
σελ. 97, ό.π.
"Ο σκύλος του Σαλαμάνο άξιζε όσο κι η γυναίκα του."
σελ. 122, ό.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου